- παλληκαρισμός
- και παληκαρισμός και παλικαρισμός, ο1. επίδειξη παληκαριάς2. στον πληθ. οι παλ(λ)ηκαρισμοί και παλικαρισμοίκατορθώματα παληκαρά, παληκαριές, πράξεις για επίδειξη ανδρείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.